στημονίζω
Смотреть что такое "στημονίζω" в других словарях:
στημονίζω — ΝΜΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. στημονιάζω αρχ. 1. (κατά τον Ζωναρ.) «λεπτύνω» 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) στημονίζων (κατά τον Ευστ.) «ὁ τρίβων» 3. μέσ. στημονίζομαι α) τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό β) (για αράχνη) αρχίζω να υφαίνω … Dictionary of Greek
στημονιάζω — και στημονίζω στημόνιασα, βάζω το στημόνι στον αργαλειό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)